Λεξικό όρων 2.1

Ποτούρι – πουτούρι (-ια)

Ποτούρι -πουτούρι, (ποτούρια - πουτούρια) = είδος παντελονιού, περιοχών, από Θεσσαλία - Ήπειρο και επάνω, ως τη Θράκη, ενώ παρόμοια παντελόνια μπορούσες να βρείς σε όλα τα Βαλκάνια. Είναι φαρδύ επάνω και στενό κάτω, potur στα Τούρκικα, η οποία λέξη υπάρχει και στα Βουλγάρικα. Παντελόνι συνήθως μάλλινο ή τσόχινο και...

Λεξικό όρων 2.1

Καροποιός

Καροποιός, ο μάστορας που επισκεύαζε τα κάρα = βοϊδάμαξες, σούστες, κάρα = δίτροχες ή τετράτροχες κατασκευές, τις οποίες έσερναν τα βοοειδή, τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια ή τα άλογα. Ο καροποιός έπρεπε να έχει ειδικές γνώσεις ξυλουργού και σιδηρουργού, για να κατασκευάζει ή να επισκευάζει τα κάρα, διότι έφεραν ξύλινα και...

Λεξικό όρων 2.1

Μαμή, (-η), ή μαμμή

Μαμή, -η, μαμμή, (γιαγιά), αρχ. μάμμη = πρόσωπο ρυτιδιασμένο ως της γριάς, το οποίο δεν συνάδει με την ηλικία του. Τα παλαιά χρόνια στην επαρχία, λόγω έλλειψης ιατρών και μαιών, κάποιες γυναίκες, (συνήθως μεγάλης ηλικίας), που είχαν πρακτική εμπειρία, ασκούσαν το "επάγγελμα", της μαμής, (συνήθως από αγάπη για το συνάνθρωπο),...

Λεξικό όρων 2.1

Μπουχαρή/ί, μπουχαρής, (buhari – καμινάδα, καπνοδόχος)

 Στο αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα της παραδοσιακής οικίας, ως αυτόνομος ανεξάρτητος ή ενσωματωμένος , (αλλά στα χαμηλά και στο άκρο των διωρόφων-δίπατων σπιτιών), υπήρχε χώρος επονομαζόμενος μαγειρειό-κουζίνα. Έστω και να υπήρχε ενσωματωμένη κουζίνα στην κύρια οικία, η εξωτερική κουζίνα-μαγειρειό ή άλλες εγκαταστάσεις μαγειρέματος ή ψησίματος, ήταν οπωσδήποτε απαραίτητες και αναγκαίο να υπάρχουν...

Λεξικό όρων 2.1

Κρινί, κουβέλι, κιβέρτι, κνάκι, (κυψέλες)

 Η παραδοσιακή μελισσοκομία, στα αρχικά στάδια, άρχισε να μιμείται και να αντιγράφει την άγρια "μελισσοκομία". Η φυσική κυψέλη των άγριων μελισσών, ήταν κουφάλες δέντρων ή απάτητες σπηλιές.  Ο άνθρωπος για να εγκαταστήσει τις μέλισσες σε ένα χώρο κατάλληλο για να ζήσουν, ώστε να παράγουν μέλι, άρχισε να κατασκευάζει μόνος του,...

Λεξικό όρων 2.1

Τσαΐρι / -α

Τσαΐρι ή τσαΐρια, (και παράγωγα αυτών), είναι τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια και η ονομασία του/τους προέρχεται από το Τουρκικό, (çayir, ίδια σημασία). [Κοινοτικές περιοχές, συνήθως μεγάλες σε έκταση, ανάλογα δε και με την περιουσιακή κατάσταση της κοινότητας-χωριού, ακαλλιέργητες, όπου συνήθως βρίσκονταν σε μέτρια κοντινή απόσταση από το χωριό, στον κάμπο...

Λεξικό όρων 2.1, ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Β

Βουνιές ή σβουνιές ή βουϊδιές

 Ονομάζονται, τα ξερά περιττώματα, (η κοπριά), των αγελάδων, (βοϊδιά-βόιδι-βόδι = άλλη ονομασία των αγελάδων), τα οποία επεξεργασμένα κατάλληλα, αποτελούσαν ένα πολύ καλό θερμαντικό υλικό, κυρίως για τις  πρωτόγονες και παραδοσιακές κοινωνίες. (περισσότερα…)

Λεξικό όρων 2.1

Παρατζίκος

Παρατζίκος, βγαίνει από τον παρά, (χρήματα) και το τζίκος, (χαϊδευτικό), που προσδίδει την έννοια του μικρού.Παραζτίκος = νόμισμα μικρής, χαμηλής αξίας.