Kαρνάγιο ή Καρενάγιο(Όρος που επικράτησε στις Eνετοκρατούμενες περιοχές) Χώρος, (τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων), επισκευής της καρένας, (καρίνας), μικρών πλοίων. Τοποθεσία φυσική, με ομαλή κλίση, όπου παρέχει τη δυνατότητα ανέλκυσης και καθέλκυσης μικρών σκαφών, (κυρίως ξύλινων), για εργασίες «καρναγιαρίσματος», όπως: υφαλοκαθαρισμό, υφαλοχρωματισμό, καλαφάτισμα, παλάμισμα κ.ά. Καρίνα ή Καρένα Το...
K