Στο αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα της παραδοσιακής οικίας, ως αυτόνομος ανεξάρτητος ή ενσωματωμένος , (αλλά στα χαμηλά και στο άκρο των διωρόφων-δίπατων σπιτιών), υπήρχε χώρος επονομαζόμενος μαγειρειό-κουζίνα. Έστω και να υπήρχε ενσωματωμένη κουζίνα στην κύρια οικία, η εξωτερική κουζίνα-μαγειρειό ή άλλες εγκαταστάσεις μαγειρέματος ή ψησίματος, ήταν οπωσδήποτε απαραίτητες και αναγκαίο να υπάρχουν χωριστά, για λόγους ασφάλειας και υγιεινής.
Εντός αυτού του χώρου υπήρχαν διάφορες κατασκευές και εξαρτήματα για το μαγείρεμα και όχι μόνο. Ένας ιδιαίτερος χώρος αναφοράς, ήταν και το τζάκι, (πλίνθινο), με το γείσο και την καμινάδα του, [επονομαζόμενη μπουχαρής – δάνειο από το τουρκικό buhari=καμινάδα-καπνοδόχος, (κατά μία έννοια), Θεσσαλία, Ήπειρος, Πήλιο], πλινθόκτιστη εντός του χώρου, ως φυσική συνέχεια του τζακιού και πολλές φορές πέτρινη εξωτερικά ή χτισμένη με τούβλα.
Τώρα λόγω συνήθειας ή εκ παραδρομής ή επειδή αποτελούσε την συνέχεια και την κατάληξη του τζακιού ή χάριν αστειότητας ή συντομίας, ονόμαζαν το όλο σύστημα μπουχαρή/ί ή μπουχαρής, (κυρίως το τμήμα που ήταν εσωτερικά στο χώρο του μαγειρειού), οπότε υπήρχαν και οι ανάλογες εκφράσεις περί του μπουχαρή/ί, π.χ. έλα να να ανάψουμε ή να κάψουμε , να λαμπαδιάσουμε, να μπουκώσουμε ή μπούκωσε, να φράξουμε, “να ξεκαρβουνιάσουμι του μπουχαρή”, “ου μπουχαρής ίνι καρβουνιασμένους, πρόσιξι να μην αρπάξ’ “, κ.λπ., αλλά υπάρχουν και διάφορες λαϊκές προκαταλήψεις – δοξασίες & δεισιδαιμονίες, γύρω από τα του μπουχαρή/ί, με τα παγανά – καλικάντζαρους, κ.λπ.